προσωπικότητα

προσωπικότητα
Στον καθημερινό λόγο, ο όρος προσωπικότητα καλύπτει διάφορες και ασαφείς έννοιες, οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στον άνθρωπο. Οπωσδήποτε όμως της αποδίδονται κυρίως θετικές αξίες, όπως, για παράδειγμα, στις εκφράσεις: μία π. ή έχει π. Αλλά και η επιστημονική γλώσσα δέχτηκε τη λέξη π. προσπαθώντας να καθορίσει την εννοιολογική της σημασία, ευρύτερη από την έννοια του χαρακτήρα και λιγότερο επηρεασμένη από συναισθηματικούς παράγοντες. Με την έννοια αυτή τη χρησιμοποίησαν πολλοί φιλόσοφοι στην πορεία των αιώνων· από τον Ηράκλειτο, ο οποίος ταυτίζει την π. με τη μοίρα, τον δαίμονα που ρυθμίζει την πορεία της ζωής του καθενός, μέχρι τον Βοήθιο, που της αποδίδει κυρίως πνευματικό περιεχόμενο, τον Λοκ, που στην π. διακρίνει την ειδική ικανότητα της αυτογνωσίας σε όλη την πορεία της ατομικής ζωής, και μέχρι τους πολυάριθμους σύγχρονους φιλοσόφους και ψυχολόγους, που συνδέονται κατά διάφορους τρόπους με τη σχολή του Χούρσελ, οι οποίοι αποδίδουν στην π. την ικανότητα της κατανόησης του περιβάλλοντος κόσμου και της προσαρμογής σε αυτόν των ατόμων κατά διαφορετικό τρόπο, αλλά πάντα σύμφωνο με τη φύση του καθενός. Τον 20ό αιώνα σημαντική ήταν η συμβολή των ψυχολόγων διαφόρων σχολών, που θέλησαν να αποσαφηνίσουν την έννοια της προσωπικότητας, επειδή αυτή θεωρήθηκε από πολλούς ως το βασικό αντικείμενο της μελέτης της ανθρώπινης ψυχολογίας. Οι ψυχολόγοι, προσπαθώντας να δώσουν τον ορισμό της π., κατέληξαν σε διατυπώσεις, που δεν συμπίπτουν πάντοτε και που αντανακλούν τη θεωρία που ακολουθεί ο καθένας τους. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά στην έρευνα του φαινομένου αυτού, που είναι εξαιρετικά περίπλοκο και πολύμορφο στην εμφάνιση και στην ουσία του, που υπόκειται σε διαρκείς μεταβολές, ενώ μένει το ίδιο ως προς τον εαυτό του, και που είναι προπάντων προικισμένο με απροσμέτρητες αξίες· βιολογικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και ηθικές και που ακόμα ψυχρότερος τεχνικός, όντας ο ίδιος άνθρωπος, δεν μπορεί να το αγνοήσει γιατί μοιραία αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για κάτι απόλυτα δικό του. Έτσι υπάρχουν ορισμοί που αφορούν κυρίως στις εξωτερικές πλευρές της π., δηλαδή τη συμπεριφορά της. Αυτές έχουν ως αφετηρία μία από τις ετυμολογίες του όρου π., δηλαδή από το προσωπείο που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι ηθοποιοί, μέσα από το τεράστιο στόμα του οποίου έβγαιναν τα λόγια. Άλλοι ορισμοί, που θέλουν να καθορίσουν την ουσία και τη δομή της π., διακρίνουν τα διάφορα χαρακτηριστικά ή τους συντελεστές που την αποτελούν, βιολογικής ή κοινωνικής φύσης, σε ατομικά χαρακτηριστικά ανεξάρτητα μεταξύ τους, ή σε συντονισμένα και τελείως ιεραρχημένα, που αναγνωρίζονται ενστικτωδώς ή με επιμελείς επιστημονικές αναλύσεις, όπως, για παράδειγμα, η ανάλυση των συντελεστών. Άλλοι ορισμοί αναφέρονται στη γένεση των δομών αυτών και διακρίνουν εκείνες που είναι έμφυτες στο άτομο από κληρονομικότητα και εκείνες που αποκτώνται κατά τη διάρκεια της ζωής μέσα σε ένα φυσικό ή κοινωνικό περιβάλλον, εξηγώντας, με τον τρόπο αυτό, τις αιτίες των διαφορών μεταξύ των προσώπων. Κοντά στα βασικά χαρακτηριστικά της π. γενικά –π.χ. την ολοκλήρωση της, τον δυναμισμό που την κάνει να αντιδρά προσαρμοζόμενη με διαδικασίες ομοιοστασίας σε ό,τι την περιβάλλει– άλλοι ορισμοί τονίζουν τις συγκεκριμένες και αποκλειστικές ιδιότητες που παίρνει η προσωπικότητα στα διάφορα άτομα, οι οποίες μπορούν να παρασταθούν με μορφή διαγραμμάτων (προφίλ) ψυχολογικών ή τύπων (τυπολογία ψυχολογική). Η ύπαρξη τόσο διαφορετικών κριτηρίων για τον ορισμό της π. και τόσο διαφορετικών σχετικών θεωριών μπορεί να μαρτυρεί μία σχετική ανεπάρκεια αντικειμενικών και αναμφισβήτητων δεδομένων, μία σειρά προβλημάτων που δεν λύθηκαν ακόμα από την ψυχολογία ως επιστήμη της π. Αυτό είναι ευνόητο για μια επιστήμη νέα ακόμα, η οποία έχει όμως στο ενεργητικό της στέρεες γνώσεις που πέτυχε προς πολλές κατευθύνσεις της μελέτης της π. Η γενική ψυχολογία, για παράδειγμα, εφάρμοσε την πειραματική μέθοδο για τον καθορισμό μερικών γενικών νόμων στους οποίους υπόκειται η π.· η διαφορική ψυχολογία, με τις ψυχολογικές αντιδράσεις, μέτρησε τα χαρακτηριστικά ή βασικούς συντελεστές της π. στα διάφορα άτομα· η ψυχανάλυση συνέβαλε στη γνώση των συνειδητών ή ασυνείδητων δομών και του δυναμισμού τους στην π., μερικές αιτίες της μη προσαρμογής της και του ναυαγίου της στην ασθένεια· η ψυχολογία της αναπτυξιακής ηλικίας έριξε φως στις διαδικασίες με τις οποίες η π. ωριμάζει και εμπλουτίζεται στην πορεία της ζωής. Οι γνώσεις αυτές δεν έχουν μόνο επιστημονική αξία, ικανή να αναπληρώσει την αποδεδειγμένη αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει με την άμεση εποπτεία τον εαυτό του και τον πλησίον του. Ασφαλώς η επιστημονική γνώση της δομής και των λειτουργιών της π. γενικά και της π. των μεμονωμένων ατόμων, αν και φαινομενικά είναι πιο κουραστική και δαπανηρή από την άμεση γνώση, είναι πολύ αποτελεσματικότερη για τη λύση των ανθρώπινων προβλημάτων. Μία ορθή διάγνωση της π. μπορεί να επιτρέψει εκπαιδευτικές, αναμορφωτικές ή θεραπευτικές επεμβάσεις· η γνώση των ικανοτήτων του εαυτού μας και των άλλων και των ορίων του εαυτού μας και των άλλων είναι χρήσιμη για να επιτρέψει στον καθένα χωριστά και σε όλη την κοινωνία να επιτύχει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα, αποκλείοντας τον κίνδυνο απροσδόκητων απογοητεύσεων και αντίστροφα βοηθώντας σε μια αρμονική ανθρώπινη συμβίωση.
* * *
και προσωπικότης, η, Ν
1. (ψυχολ.) ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο σκέπτεται, αισθάνεται και συμπεριφέρεται ένα συγκεκριμένο άτομο
2. (δημ. δίκ.) η σωματική, ψυχική, πνευματική, ηθική και κοινωνική υπόσταση κάθε φυσικού προσώπου, δηλαδή κάθε ανθρώπου ως έλλογου και συνειδητού όντος
3. διακεκριμένο πρόσωπο, σπουδαίος άνθρωπος
4. φρ. α) «δεν έχει προσωπικότητα» — στερείται ατομικής θέλησης, είναι ετερόβουλος
β) «διαταραχές τής προσωπικότητας» — ψυχικές διαταραχές που χαρακτηρίζονται από βαθιά ριζωμένα και μόνιμα σχήματα άκαμπτης, δυσπροσάρμοστης ή αντικοινωνικής συμπεριφοράς, αλλ. διαταραχές του χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπικός (βλ. και λ. πρόσωπο). Η λ., στον λόγιο τ. προσωπικότης, μαρτυρείται από το 1848 στον Ιωάνν. Σούτζο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσωπικότητα — η 1. η πνευματική και ψυχική οντότητα του ατόμου, αλλ. ατομικότητα: Άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα (δηλ. χωρίς θέληση ισχυρή, χωρίς σκέψη δική του). 2. άνθρωπος σπουδαίος, αυθεντία: Πολιτικές προσωπικότητες απ όλο τον κόσμο πήραν μέρος στη διάσκεψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”